δινήεις: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῑνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, [[στροβιλώδης]], Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. [[στρογγύλος]], [[τάλαρος]] Μόσχ. 2. 55.
|lstext='''δῑνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, [[στροβιλώδης]], Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. [[στρογγύλος]], [[τάλαρος]] Μόσχ. 2. 55.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />tournoyant.<br />'''Étymologie:''' [[δίνη]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινήεις Medium diacritics: δινήεις Low diacritics: δινήεις Capitals: ΔΙΝΗΕΙΣ
Transliteration A: dinḗeis Transliteration B: dinēeis Transliteration C: dinieis Beta Code: dinh/eis

English (LSJ)

Dor. διν-άεις, Aeol. διννάεις Alc.Supp.7.2, εσσα, εν, gen. contr.

   A δινᾶντος B.12.78:— whirling, eddying, Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι Il.5.479, cf. Od.6.89, Simon.53.2, E.Cyc.46, etc.    II rounded, ταλάροιο Mosch.2.55.

German (Pape)

[Seite 631] εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαθυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, στροβιλώδης, Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. στρογγύλος, τάλαρος Μόσχ. 2. 55.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tournoyant.
Étymologie: δίνη.