διορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διορύσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ‒ [[διασκάπτω]], διὰ τάφρον ὀρύξας, σκάψας τάφρον διὰ μέσου ἢ κατὰ [[μῆκος]], Ὀδ. Φ. 120· τοῖχον δ. = [[τοιχωρυχέω]] Ἡρόδ. 9. 37, Ἀριστοφ. Πλ. 565· [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου, τὸν Ἄθω Λυσ. 193. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 699Α· ‒ μεταφ., ὡς τὸ τοιχωρυχεῖν, [[ὑποσκάπτω]], [[καταρρίπτω]], καταστρέφω, Δημ. 1111. 2· καὶ ἐν τῷ παθ., διορωρύγμεθα ὁ αὐτ. 118. 11. ΙΙ. [[θάπτω]], χώνω, Διόδ. 4. 43. ΙΙΙ. διερευνῶ, Βάτων ἐν Ἀδήλ. 3, Πλούτ. 2. 87C.
|lstext='''διορύσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ‒ [[διασκάπτω]], διὰ τάφρον ὀρύξας, σκάψας τάφρον διὰ μέσου ἢ κατὰ [[μῆκος]], Ὀδ. Φ. 120· τοῖχον δ. = [[τοιχωρυχέω]] Ἡρόδ. 9. 37, Ἀριστοφ. Πλ. 565· [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου, τὸν Ἄθω Λυσ. 193. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 699Α· ‒ μεταφ., ὡς τὸ τοιχωρυχεῖν, [[ὑποσκάπτω]], [[καταρρίπτω]], καταστρέφω, Δημ. 1111. 2· καὶ ἐν τῷ παθ., διορωρύγμεθα ὁ αὐτ. 118. 11. ΙΙ. [[θάπτω]], χώνω, Διόδ. 4. 43. ΙΙΙ. διερευνῶ, Βάτων ἐν Ἀδήλ. 3, Πλούτ. 2. 87C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διορύξω;<br /><b>1</b> percer (un mur, une montagne, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> se faire un chemin en creusant à travers;<br /><b>2</b> miner ; <i>fig.</i> avarier, endommager.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], όρύσσω.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορύσσω Medium diacritics: διορύσσω Low diacritics: διορύσσω Capitals: ΔΙΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: diorýssō Transliteration B: dioryssō Transliteration C: diorysso Beta Code: dioru/ssw

English (LSJ)

Att. διορύττω,

   A dig through, διὰ τάφρον ὀρύξας having dug a trench across or along, Od.21.120; τοῖχον δ., = τοιχωρυχέω, Hdt.9.37, cf. Ar.Pl. 565, Th.2.3, D.54.37; δεσμωτήριον Id.25.56; οἰκίαν X.Smp.4.30, PPetr.3p.60: c. acc. loci, τὸν Ἄθω Lys.2.29, cf. Pl.Lg.699a, D.6.30: —Pass., Ev.Matt.24.43.    2 metaph., undermine, ruin, D.45.30; φιλίαν Lib.Or.1.123; δημοκρατίαν Id.Decl.1.41:—Pass., διορωρυγμένα δωροδοκίαις Plu.Phoc.12, cf. Him.Ecl.5.6 (but to be entrenched in our several cities, D.9.28).    II worm out, ἀπόρρητα Bato 6; τὰ βουλευόμενα Plu.2.87c.    III Pass., to be shut up in a funeral vault, D.S.4.43.

Greek (Liddell-Scott)

διορύσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ‒ διασκάπτω, διὰ τάφρον ὀρύξας, σκάψας τάφρον διὰ μέσου ἢ κατὰ μῆκος, Ὀδ. Φ. 120· τοῖχον δ. = τοιχωρυχέω Ἡρόδ. 9. 37, Ἀριστοφ. Πλ. 565· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου, τὸν Ἄθω Λυσ. 193. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 699Α· ‒ μεταφ., ὡς τὸ τοιχωρυχεῖν, ὑποσκάπτω, καταρρίπτω, καταστρέφω, Δημ. 1111. 2· καὶ ἐν τῷ παθ., διορωρύγμεθα ὁ αὐτ. 118. 11. ΙΙ. θάπτω, χώνω, Διόδ. 4. 43. ΙΙΙ. διερευνῶ, Βάτων ἐν Ἀδήλ. 3, Πλούτ. 2. 87C.

French (Bailly abrégé)

f. διορύξω;
1 percer (un mur, une montagne, etc.) ; fig. se faire un chemin en creusant à travers;
2 miner ; fig. avarier, endommager.
Étymologie: διά, όρύσσω.