ἱερακοπόδιον: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερᾱκοπόδιον''': τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115.
|lstext='''ἱερᾱκοπόδιον''': τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερακοπόδιον]], τὸ (Α)<br />το [[φυτό]] [[λυχνίς]] η αγρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυμνο</i>-[[πόδιον]], <i>κλινο</i>-[[πόδιον]])].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱκοπόδιον Medium diacritics: ἱερακοπόδιον Low diacritics: ιερακοπόδιον Capitals: ΙΕΡΑΚΟΠΟΔΙΟΝ
Transliteration A: hierakopódion Transliteration B: hierakopodion Transliteration C: ierakopodion Beta Code: i(erakopo/dion

English (LSJ)

τό,= λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.

German (Pape)

[Seite 1240] τό, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκοπόδιον: τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115.

Greek Monolingual

ἱερακοπόδιον, τὸ (Α)
το φυτό λυχνίς η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο-πόδιον, κλινο-πόδιον)].