ἀντίπους: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον [[μέρος]] τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, [[πολλάκις]] ἂν στὰς [[ἀντίπους]] ταὐτὸν [[αὐτοῦ]] [[κάτω]] καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· [[οὕτως]], [[ἀντίπους]] ἔσται πορευόμενος [[ἕκαστος]] αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ [[ἀντίποδες]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. [[ἀντίχθων]] 2, [[περίοικος]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἀντίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον [[μέρος]] τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, [[πολλάκις]] ἂν στὰς [[ἀντίπους]] ταὐτὸν [[αὐτοῦ]] [[κάτω]] καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· [[οὕτως]], [[ἀντίπους]] ἔσται πορευόμενος [[ἕκαστος]] αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ [[ἀντίποδες]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. [[ἀντίχθων]] 2, [[περίοικος]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν, gén. -ποδος<br />qui a les pieds opposés aux nôtres ; [[οἱ]] ἀντίποδες les antipodes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. οδος,
A with the feet opposite, στὰς ἀ., of one at the Antipodes, Pl. Ti.63a; so ἀ. ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὑτῷ Arist. Cael.308b20, cf. Eratosth.16.19; οἱ ἀ. the Antipodes, Str. 1.1.13, Cleom.1.2, Cic.Acad.Pr.2.39.123, Plu.2.869c.
German (Pape)
[Seite 259] οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέρος τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· οὕτως, ἀντίπους ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ ἀντίποδες, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. ἀντίχθων 2, περίοικος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. -ποδος
qui a les pieds opposés aux nôtres ; οἱ ἀντίποδες les antipodes.
Étymologie: ἀντί, πούς.