ἀποπνοή: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(6_9)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπνοή''': ἡ, [[ἐκπνοή]], [[ἀναθυμίασις]], [[ἐξάτμισις]], Ἀριστ. Πρβλ. 1. 30, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 2, κ, ἀλλ.˙ [[οὕτως]], ἀπόπνοια Ἱππ. 7. 54. ΙΙ. [[αὔρα]] πνέουσα ἔκ τινος τόπου, Ἀριστ. Πρβλ. 26. 30, 2. ΙΙΙ. [[θάνατος]], Διογ. Λ. 4. 21 (κατὰ Μαδβ. ἀντὶ [[ἀναπνοή]]).
|lstext='''ἀποπνοή''': ἡ, [[ἐκπνοή]], [[ἀναθυμίασις]], [[ἐξάτμισις]], Ἀριστ. Πρβλ. 1. 30, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 2, κ, ἀλλ.˙ [[οὕτως]], ἀπόπνοια Ἱππ. 7. 54. ΙΙ. [[αὔρα]] πνέουσα ἔκ τινος τόπου, Ἀριστ. Πρβλ. 26. 30, 2. ΙΙΙ. [[θάνατος]], Διογ. Λ. 4. 21 (κατὰ Μαδβ. ἀντὶ [[ἀναπνοή]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[exhalación]], [[vaho]] ἢ διὰ τὸ χυτικὸν εἶναι κἂν ἱδρῶτα ποιοῖ καὶ ἀποπνοήν; Arist.<i>Pr</i>.863<sup>a</sup>7.<br /><b class="num">2</b> [[brisa]], [[soplo de viento]], [[aire]] ἡ [[αὔρα]] καὶ ἀ. Arist.<i>Pr</i>.943<sup>b</sup>12, ἐν τῇ Ἀραβίῃ τὴν ἀποπνοὴν εἶναί φασι τὴν ἀπὸ τῆς χώρας εὔοσμον Thphr.<i>HP</i> 9.7.2<br /><b class="num">•</b>[[olor]], [[rastro de olor]] λέγουσι καὶ τοὺς ἵππους τὴν ἀποπνοὴν τὴν ἐκ τῶν ἀνθρώπων φεύγοντας ... φέρεσθαι Ael.<i>NA</i> 15.25.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπνοή Medium diacritics: ἀποπνοή Low diacritics: αποπνοή Capitals: ΑΠΟΠΝΟΗ
Transliteration A: apopnoḗ Transliteration B: apopnoē Transliteration C: apopnoi Beta Code: a)popnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A exhalation, evaporation, Arist.Pr.863a7, Thphr.HP 9.7.2, al.    II breeze blowing from a place, Arist.Pr.943b12.    III death, D.L.4.21 (prob. for ἀναπνοῆς).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Ausathmen, Aushauchen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπνοή: ἡ, ἐκπνοή, ἀναθυμίασις, ἐξάτμισις, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 30, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 2, κ, ἀλλ.˙ οὕτως, ἀπόπνοια Ἱππ. 7. 54. ΙΙ. αὔρα πνέουσα ἔκ τινος τόπου, Ἀριστ. Πρβλ. 26. 30, 2. ΙΙΙ. θάνατος, Διογ. Λ. 4. 21 (κατὰ Μαδβ. ἀντὶ ἀναπνοή).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 exhalación, vaho ἢ διὰ τὸ χυτικὸν εἶναι κἂν ἱδρῶτα ποιοῖ καὶ ἀποπνοήν; Arist.Pr.863a7.
2 brisa, soplo de viento, aireαὔρα καὶ ἀ. Arist.Pr.943b12, ἐν τῇ Ἀραβίῃ τὴν ἀποπνοὴν εἶναί φασι τὴν ἀπὸ τῆς χώρας εὔοσμον Thphr.HP 9.7.2
olor, rastro de olor λέγουσι καὶ τοὺς ἵππους τὴν ἀποπνοὴν τὴν ἐκ τῶν ἀνθρώπων φεύγοντας ... φέρεσθαι Ael.NA 15.25.