ἐχεπευκής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχεπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., [[πικρός]], ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), [[ὀξύς]], διαπεραστικός (πρβλ. [[πεύκη]], [[πικρός]])· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πικρός]], ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.
|lstext='''ἐχεπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., [[πικρός]], ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), [[ὀξύς]], διαπεραστικός (πρβλ. [[πεύκη]], [[πικρός]])· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πικρός]], ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aigu, pointu.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], πευκή.
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεπευκής Medium diacritics: ἐχεπευκής Low diacritics: εχεπευκής Capitals: ΕΧΕΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: echepeukḗs Transliteration B: echepeukēs Transliteration C: echepefkis Beta Code: e)xepeukh/s

English (LSJ)

ές, (πευκ-, cf.

   A pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.

German (Pape)

[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aigu, pointu.
Étymologie: ἔχω, πευκή.