σύνδυο: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδυο''': οἱ, αἱ, τά, δύο [[ὁμοῦ]], ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· [[σύνδυο]] ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. [[συνέρχομαι]] Ι.
|lstext='''σύνδυο''': οἱ, αἱ, τά, δύο [[ὁμοῦ]], ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· [[σύνδυο]] ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. [[συνέρχομαι]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br />deux ensemble, deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δύο]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδυο Medium diacritics: σύνδυο Low diacritics: σύνδυο Capitals: ΣΥΝΔΥΟ
Transliteration A: sýndyo Transliteration B: syndyo Transliteration C: syndyo Beta Code: su/nduo

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά,

   A two together, two and two, in pairs, h.Ven.74, Pi. P.3.81, Hdt.4.66, Hyp.Eux.16, Pl.Lg.962e, IG22.1671.21 (iv B.C.), etc.; ἀνὰ σύνδυο Gal.6.216; κατὰ σύνδυο ib.214, UP15.4; σύνδυο unaltered in dat., Plb.8.4.2.--For Il.10.224, v. συνέρχομαι 1.

German (Pape)

[Seite 1009] οἱ, αἱ, τά, je zwei, zwei zusammen, paarweise, H. h. Ven. 74; Her. 4, 66; Plat. Tim. 54 d u. öfter; Xen. An. 6, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο ὁμοῦ, ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· σύνδυο ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. συνέρχομαι Ι.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
deux ensemble, deux à deux.
Étymologie: σύν, δύο.