ὑγιότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγιότης''': -ητος, ἡ, τὸ ὑγιῶς ἢ ὀρθῶς ἔχειν, [[ὀρθότης]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 118. | |lstext='''ὑγιότης''': -ητος, ἡ, τὸ ὑγιῶς ἢ ὀρθῶς ἔχειν, [[ὀρθότης]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 118. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[ὑγιής]]<br /><b>(λογ.)</b> η [[ιδιότητα]] του ορθού, [[ορθότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A soundness: in Logic, S.E.M.8.118.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, Gesundheit, Sext. Emp. adv. log. 2, 118.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιότης: -ητος, ἡ, τὸ ὑγιῶς ἢ ὀρθῶς ἔχειν, ὀρθότης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 118.