στρίξ: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_10) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρίξ''': ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξείας [[αὐτοῦ]] κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 ([[ἔνθα]] μνημονεύεται καὶ [[τύπος]] στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8. | |lstext='''στρίξ''': ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξείας [[αὐτοῦ]] κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 ([[ἔνθα]] μνημονεύεται καὶ [[τύπος]] στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[στλίξ]], ΝΜ, [[στρίγξ]], [[αμάρτυρος]] τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει<br /><b>2.</b> <b>μυθ.</b> δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το [[αίμα]] τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. (<b>πρβλ.</b> [[ἴυγξ]]) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] του [[τρίζω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]»). Αβέβαιη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>stringo</i> «[[σφίγγω]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>strix</i>, <i>strigis</i> και <i>striga</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strix</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>strix</i> <span style="color: red;"><</span> [[στριξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, gen. στριγός (not found), acc.
A στρίγγα Carm.Pop.26:—owl, Theognost.Can.41,132 (where also a form στλίξ is cited).
Greek (Liddell-Scott)
στρίξ: ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὀξείας αὐτοῦ κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 (ἔνθα μνημονεύεται καὶ τύπος στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.
Greek Monolingual
η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα
αρχ.
1. άλλη ονομασία της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει
2. μυθ. δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το αίμα τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. ἴυγξ) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη ρίζα του τρίζω (πρβλ. λατ. strideo «τρίζω»). Αβέβαιη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το λατ. stringo «σφίγγω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. strix, strigis και striga. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strix < νεολατ. strix < στριξ].