Ἀχιλλεύς: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀχιλλεύς''': γεν. Ἀχιλλέως ([[τετρασύλλαβος]] ἤ [[τρισύλλαβος]] κατὰ τὴν ἀνάκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Φ. 4. 50 πρὸς 57. 364): αἰτιατ. Ἀχιλλέᾱ [[αὐτόθι]] 331, 358, κλητ. Ἀχιλλεῦ: Ἐπ. γεν. Ἀχιλλῆος, κτλ.: Ἐπ. ὀνομαστ. [[ὡσαύτως]] [[Ἀχιλλεύς]], δι’ ἑνὸς λ: (ἐκ τοῦ [[ἄχος]] καθ’ ὅσον τὸ [[ἄχος]], [[ἤτοι]] ἡ [[λύπη]] τοῦ ἥρωος [[εἶναι]] ἡ [[ὑπόθεσις]] τῆς Ἰλιάδος, πρβλ. [[Ὀδυσσεύς]]): - Ὁ Ἀχιλλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ἡγεμὼν τῶν Μυρμιδόνων, [[ἥρως]] δὲ τῆς Ἰλιάδος. ΙΙ. ὁ τοῦ Ζήνωνος παραλογισμὸς ὁ καλούμενος, [[Ἀχιλλεύς]], ἔστι δ’ [[οὗτος]] ὅτι τό βραδύτερον [[οὐδέποτε]] καταληφθήσεται θέον ὑπὸ τοῦ ταχίστου κτλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 3, Διογ. Λ. 9. 29. | |lstext='''Ἀχιλλεύς''': γεν. Ἀχιλλέως ([[τετρασύλλαβος]] ἤ [[τρισύλλαβος]] κατὰ τὴν ἀνάκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Φ. 4. 50 πρὸς 57. 364): αἰτιατ. Ἀχιλλέᾱ [[αὐτόθι]] 331, 358, κλητ. Ἀχιλλεῦ: Ἐπ. γεν. Ἀχιλλῆος, κτλ.: Ἐπ. ὀνομαστ. [[ὡσαύτως]] [[Ἀχιλλεύς]], δι’ ἑνὸς λ: (ἐκ τοῦ [[ἄχος]] καθ’ ὅσον τὸ [[ἄχος]], [[ἤτοι]] ἡ [[λύπη]] τοῦ ἥρωος [[εἶναι]] ἡ [[ὑπόθεσις]] τῆς Ἰλιάδος, πρβλ. [[Ὀδυσσεύς]]): - Ὁ Ἀχιλλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ἡγεμὼν τῶν Μυρμιδόνων, [[ἥρως]] δὲ τῆς Ἰλιάδος. ΙΙ. ὁ τοῦ Ζήνωνος παραλογισμὸς ὁ καλούμενος, [[Ἀχιλλεύς]], ἔστι δ’ [[οὗτος]] ὅτι τό βραδύτερον [[οὐδέποτε]] καταληφθήσεται θέον ὑπὸ τοῦ ταχίστου κτλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 3, Διογ. Λ. 9. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />Achille, <i>fils de Thétis et de Pélée, héros de la guerre de Troie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; Kretschmer rapproche [[ἄχος]] de *ἀχίλος ; Palmer pose *Ἀχι-λᾱϜος, hypocoristique de [[ἄχος]] ; hyp. pélasgique de van Windekens. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. also Ἀχιλεύς, gen. Ἀχιλλέως (either quadrisyll. or trisyll., as the metre requires, cf. S.Ph.4,50 with 57,364): acc. Ἀχιλλέᾱ ib.331,358, voc. Ἀχιλλεῦ: Ep. gen. Ἀχιλλῆος, etc.:— Achilles. II the fallacy vulgarly called Achilles and the Tortoise', invented by Zeno of Elea, Arist.Ph.239b14, D.L.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχιλλεύς: γεν. Ἀχιλλέως (τετρασύλλαβος ἤ τρισύλλαβος κατὰ τὴν ἀνάκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Φ. 4. 50 πρὸς 57. 364): αἰτιατ. Ἀχιλλέᾱ αὐτόθι 331, 358, κλητ. Ἀχιλλεῦ: Ἐπ. γεν. Ἀχιλλῆος, κτλ.: Ἐπ. ὀνομαστ. ὡσαύτως Ἀχιλλεύς, δι’ ἑνὸς λ: (ἐκ τοῦ ἄχος καθ’ ὅσον τὸ ἄχος, ἤτοι ἡ λύπη τοῦ ἥρωος εἶναι ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἰλιάδος, πρβλ. Ὀδυσσεύς): - Ὁ Ἀχιλλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ἡγεμὼν τῶν Μυρμιδόνων, ἥρως δὲ τῆς Ἰλιάδος. ΙΙ. ὁ τοῦ Ζήνωνος παραλογισμὸς ὁ καλούμενος, Ἀχιλλεύς, ἔστι δ’ οὗτος ὅτι τό βραδύτερον οὐδέποτε καταληφθήσεται θέον ὑπὸ τοῦ ταχίστου κτλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 3, Διογ. Λ. 9. 29.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Achille, fils de Thétis et de Pélée, héros de la guerre de Troie.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; Kretschmer rapproche ἄχος de *ἀχίλος ; Palmer pose *Ἀχι-λᾱϜος, hypocoristique de ἄχος ; hyp. pélasgique de van Windekens.