στενόβρογχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(6_18) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στενόβρογχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22. | |lstext='''στενόβρογχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει στενό λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> [[βρόγχος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A narrow-throated, κεράμιον Arr.Epict.3.9.22.
German (Pape)
[Seite 935] mit engem Schlunde; ἀγγεῖα, Gefäße mit engem Halse, Arr. Epict. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
στενόβρογχος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + βρόγχος].