ὠκύμολος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_17)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκύμολος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] πορευόμενος, Σουΐδ.
|lstext='''ὠκύμολος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] πορευόμενος, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μολ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἔμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αὐτό</i>-<i>μολος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμολος Medium diacritics: ὠκύμολος Low diacritics: ωκύμολος Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ
Transliteration A: ōkýmolos Transliteration B: ōkymolos Transliteration C: okymolos Beta Code: w)ku/molos

English (LSJ)

ον,

   A quick-going, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].