ἔμμεστος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_16) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμμεστος''': -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, [[κατάμεστος]], τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D. | |lstext='''ἔμμεστος''': -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, [[κατάμεστος]], τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[lleno]], [[repleto]] c. gen. παρακουσμάτων Pl.<i>Ep</i>.338d, cf. S.<i>Fr</i>.314.289. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A filled full of a thing, τινός S.Ichn.282, Pl.Ep. 338d.
German (Pape)
[Seite 808] angefüllt, voll, τινός, von Etwas, Plat. Epist. VII, 338 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεστος: -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, κατάμεστος, τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D.
Spanish (DGE)
-ον
lleno, repleto c. gen. παρακουσμάτων Pl.Ep.338d, cf. S.Fr.314.289.