ἀπολακτίζω: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολακτίζω''': μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, [[ἀποσείω]], ἀνίας Θέογν. 1337· [[ὕπνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, [[ἀπορρίπτω]], «κλωτσῶ», [[λέχος]] τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., [[λακτίζω]], κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18. | |lstext='''ἀπολακτίζω''': μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, [[ἀποσείω]], ἀνίας Θέογν. 1337· [[ὕπνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, [[ἀπορρίπτω]], «κλωτσῶ», [[λέχος]] τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., [[λακτίζω]], κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπολακτίσω, <i>att.</i> ἀπολακτιῶ;<br />regimber, ruer ; <i>fig.</i> repousser avec dédain, repousser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λακτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A kick off or away, shake off, ἀνίας Thgn.1337; ὕπνον A.Eu.141; βαρεῖαν κωφείαν Phld.D.1.24 (dub.); inimicos Plaut. Epid. 678. 2 spurn, λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651; τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Plu. Ant.36. II abs., kick out, kick up, ἀμφοτέροις with both legs, Luc. Asin.18.
German (Pape)
[Seite 310] mit den Füßen ausschlagen, Luc. Asin. 18; von sich stoßen, verschmähen, ὕπνον Aesch. Eum. 136; λέχος Prom. 654; Sp.; τὰ καλά Plut. Ant. 36, 6; vgl. Plat. bei D. L. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολακτίζω: μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, ἀποσείω, ἀνίας Θέογν. 1337· ὕπνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, ἀπορρίπτω, «κλωτσῶ», λέχος τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., λακτίζω, κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπολακτίσω, att. ἀπολακτιῶ;
regimber, ruer ; fig. repousser avec dédain, repousser, acc..
Étymologie: ἀπό, λακτίζω.