πλωτικός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλωτικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, [[ναύτης]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύκληρος]], [[κύριος]] τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61. | |lstext='''πλωτικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, [[ναύτης]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύκληρος]], [[κύριος]] τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui s’adonne à la navigation : [[οἱ]] πλωτικοί les gens de mer ; ὁ [[πλωτικός]] armateur, propriétaire de navire.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A seafaring, Pl.Ax.368b, Phld.Rh.1.342 S., Plu.2.27b, etc.; π. ἄνθρωτοι shipowners, Id.Cat.Mi.61.
German (Pape)
[Seite 639] zur Schifffahrt, zum Schiffen, Schwimmen gehörig, geeignet, geschickt, οἱ πλ., Seeleute; Plat. Ax. 368 b; Plut. Symp. 2, 1, 2 Cat. min. 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτικός: -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, ναύτης, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· ὡσαύτως ναύκληρος, κύριος τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s’adonne à la navigation : οἱ πλωτικοί les gens de mer ; ὁ πλωτικός armateur, propriétaire de navire.
Étymologie: πλώω.