νωπέομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_5) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωπέομαι''': δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται). | |lstext='''νωπέομαι''': δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νωπέομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τον τ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η [[σύνδεση]] του με τη [[γλώσσα]] «<i>νώψ</i><br />[[ἀσθενής]] τῇ ὄψει</i>». Το ρ., [[πάντως]], συνδέεται με τη λ. [[προνωπής]] «αυτός που γέρνει, που έχει το [[κεφάλι]] σκυμμένο»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).
Greek (Liddell-Scott)
νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).
Greek Monolingual
νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].