δορυδρέπανον: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορυδρέπᾰνον''': τό, [[λογχοδρέπανον]], [[δόρυ]] ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον [[ὅπλον]], ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, [[ὅπως]] συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4. | |lstext='''δορυδρέπᾰνον''': τό, [[λογχοδρέπανον]], [[δόρυ]] ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον [[ὅπλον]], ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, [[ὅπως]] συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />hallebarde (arme défensive en cas de siège <i>ou</i> de bataille navale).<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[δρέπανον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, a kind of
A halbert, Pl.La.183d; esp. a large kind used for cutting off halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, for pulling down battlements, Plb.21.27.4.
German (Pape)
[Seite 659] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.
Greek (Liddell-Scott)
δορυδρέπᾰνον: τό, λογχοδρέπανον, δόρυ ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον ὅπλον, ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, ὅπως συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hallebarde (arme défensive en cas de siège ou de bataille navale).
Étymologie: δόρυ, δρέπανον.