βολβός: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βολβός''': ὁ, Λατ. Bulbus, [[εἶδος]] κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ [[λίαν]] ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» [[τανῦν]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
|lstext='''βολβός''': ὁ, Λατ. Bulbus, [[εἶδος]] κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ [[λίαν]] ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» [[τανῦν]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bulbe, oignon.<br />'''Étymologie:''' DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. [[βῶλος]], <i>lat.</i> bulla.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολβός Medium diacritics: βολβός Low diacritics: βολβός Capitals: ΒΟΛΒΟΣ
Transliteration A: bolbós Transliteration B: bolbos Transliteration C: volvos Beta Code: bolbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec.1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr.926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85.

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, Zwiebel, Bolle, die gegessen wurde, Ar. Nub. 189 (Schol. erkl. ὕδνα) Eccl. 1092 u. Sp., wild wachsend, auch angebaut.

Greek (Liddell-Scott)

βολβός: ὁ, Λατ. Bulbus, εἶδος κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ λίαν ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» τανῦν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bulbe, oignon.
Étymologie: DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. βῶλος, lat. bulla.