ἐπισυνίστημι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυνίστημι''': μέλλ. -συστήσω, [[προσέτι]] συνιστῶ, καὶ ἐπισύστησον (σύστησον Herch.) τῷ ἀνδρὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 9, [[διεγείρω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὡς ἐπισυνιστάντας αὐτῷ (τῷ Ἡρώδῃ) τὸν δῆμον Φιλόστρ. 560. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., συνάγομαι ἐπί τινος, ἐπισυνισταμένας (τὰς ἀκτῖνας) αὐτῷ (τῷ νέφει) Πλούτ. 2. 894Ε· ἀπολ., εἶμαι ἡνωμένος, συναυξάνομαι, κορυφοῦμαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85., 11. 419. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἀνθίσταμαι κατά τινος, τινὶ Παρθέν. 35· ἀπολ., Πλούτ. 2. 227Α.
|lstext='''ἐπισυνίστημι''': μέλλ. -συστήσω, [[προσέτι]] συνιστῶ, καὶ ἐπισύστησον (σύστησον Herch.) τῷ ἀνδρὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 9, [[διεγείρω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὡς ἐπισυνιστάντας αὐτῷ (τῷ Ἡρώδῃ) τὸν δῆμον Φιλόστρ. 560. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., συνάγομαι ἐπί τινος, ἐπισυνισταμένας (τὰς ἀκτῖνας) αὐτῷ (τῷ νέφει) Πλούτ. 2. 894Ε· ἀπολ., εἶμαι ἡνωμένος, συναυξάνομαι, κορυφοῦμαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85., 11. 419. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἀνθίσταμαι κατά τινος, τινὶ Παρθέν. 35· ἀπολ., Πλούτ. 2. 227Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπισυστήσω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mettre en relations avec, recommander : τινά τινι une personne à une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr. (à l’ao.2, au pf. et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> s’unir à, se mêler à, τινι;<br /><b>2</b> se soulever conjointement contre, s’unir contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[συνίστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνίστημι Medium diacritics: ἐπισυνίστημι Low diacritics: επισυνίστημι Capitals: ΕΠΙΣΥΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: episynístēmi Transliteration B: episynistēmi Transliteration C: episynistimi Beta Code: e)pisuni/sthmi

English (LSJ)

(also ἐπισυν-ιστάω J. AJ14.1.3),

   A cause to coagulate afterwards, γάλα Sch.Nic.Al.373.    2 band together, τινὰς κατά τινος J.l.c. ; ἡ φθορὰ ἐ. πλείους τισί Id.BJ2.3.4 ; simply, incite to conspiracy against, τινὶ τὸν υἱόν Str.13.4.2.    II Pass. with fut. -στήσομαι S.E.M.11.119, and aor. 2 and pf. Act.:—to be collected, gather upon, c. dat., Placit.3.5.10, cf. Procl.in Prm.p.645 S.    2 to be classed along with, τὸ ποιητικὸν τῆς ἀλγηδόνος ἐπισυστήσεται τῇ ἀλγηδόνι S.E.l.c.    3 come into being afterwards, ib. 3.85 : c. dat., μεθέξεσιν Dam.Pr.349 ; to be made up of, ἐκ προτέρων τινῶν Iamb.Comm.Math.10.    4 conspire against, attack or resist jointly, τινί Satyr.Vit.Eur.Fr.39x23, SIG663.23 (Delos, iii/ii B. C.), Parth.35.2, Socr.Ep.15.1, cf.Str.7Fr.18 : abs.,Plu.2.227a ; πρὸς τὴν τιμωρίαν τινός D.C.60.21.    b combine to oppose, εἰ δ' ἄν τις -συνίστατοι ταῖς ἐσδόσεσι τῶν ἔργων IG5(2).6.15 (Tegea, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 987] (s. ἵστημι), zusammenstellen, τινά τινι, ihn vorstellen, empfehlen, Ael. V. H. 4, 9. – Das med. mit den intrans. tempp. sich entgegenstellen, vereint einen Aufstand machen gegen Einen, Plut. Lac. apophth. p. 221 u. a. Sp.; – sich dabei versammeln, D. Cass.; – dabei entstehen, darauf wachsen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνίστημι: μέλλ. -συστήσω, προσέτι συνιστῶ, καὶ ἐπισύστησον (σύστησον Herch.) τῷ ἀνδρὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 9, διεγείρω ἐναντίον τινός, ὡς ἐπισυνιστάντας αὐτῷ (τῷ Ἡρώδῃ) τὸν δῆμον Φιλόστρ. 560. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., συνάγομαι ἐπί τινος, ἐπισυνισταμένας (τὰς ἀκτῖνας) αὐτῷ (τῷ νέφει) Πλούτ. 2. 894Ε· ἀπολ., εἶμαι ἡνωμένος, συναυξάνομαι, κορυφοῦμαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85., 11. 419. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἀνθίσταμαι κατά τινος, τινὶ Παρθέν. 35· ἀπολ., Πλούτ. 2. 227Α.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπισυστήσω;
I. tr. mettre en relations avec, recommander : τινά τινι une personne à une autre;
II. intr. (à l’ao.2, au pf. et au Moy.);
1 s’unir à, se mêler à, τινι;
2 se soulever conjointement contre, s’unir contre.
Étymologie: ἐπί, συνίστημι.