δυσκαρτέρητος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκαρτέρητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, [[ψῦχος]] Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ. | |lstext='''δυσκαρτέρητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, [[ψῦχος]] Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καρτερέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.