στεφανωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
|lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στεφανωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεφανωτής]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεφανωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />χρήματα που έχουν οριστεί με [[διαθήκη]] για το [[στεφάνωμα]] τάφου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στεφανωτική</i><br />η νόμιμη [[σύζυγος]], η παντρεμένη με [[στεφάνι]], στεφανωμένη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[στεφανοχάρτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφανωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[στέφανο]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωτικός Medium diacritics: στεφανωτικός Low diacritics: στεφανωτικός Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stephanōtikós Transliteration B: stephanōtikos Transliteration C: stefanotikos Beta Code: stefanwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= στεφανωματικός, Thphr.HP1.13.3, al.    2 concerning a crown, λόγος Men.Rh. p.422S.    II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos.133, 195.    III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1652 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 940] bekränzend; ἄνθη, Kranzblumen, Ath. III, 73 a; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στεφανωτικός, -ή, -όν, ΝΑ στεφανωτής
το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν)
χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική
η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη
2. το ουδ. ως ουσ. το στεφανοχάρτι
αρχ.
1. στεφανωματικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο.