καμπυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμπῠλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372. | |lstext='''καμπῠλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de forme courbe.<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.