παλιντριβής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιντρῐβής''': -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, [[σκληροτράχηλος]], [[ἐπίμονος]], ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».
|lstext='''πᾰλιντρῐβής''': -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, [[σκληροτράχηλος]], [[ἐπίμονος]], ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρίβω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

ές,

   A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43.    2 knavish, crafty, τὰ . . πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.