διό: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διό''': [[σύνδεσμος]], ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ [[ἕνεκα]], Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ [[ὅπερ]] Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, [[διότι]], Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. [[διότι]]. | |lstext='''διό''': [[σύνδεσμος]], ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ [[ἕνεκα]], Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ [[ὅπερ]] Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, [[διότι]], Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. [[διότι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>p.</i> δι’ ὅ;<br />c’est pourquoi, par suite.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ὅ de [[ὅς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
Conj., for δι' ὅ,
A wherefore, on which account, Pl.R.358d, etc.; διὸ δή Th.2.21, Pl.Cra.412a, al.; διὸ καί, διὸ δὴ καί, Id.Phdr.258e, Smp. 203c; διόπερ Th.1.71, 120, 8.92, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διό: σύνδεσμος, ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ ἕνεκα, Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ ὅπερ Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, διότι, Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. διότι.
French (Bailly abrégé)
adv.
p. δι’ ὅ;
c’est pourquoi, par suite.
Étymologie: διά, ὅ de ὅς.