εὔστροφος: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστροφος''': Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, [[καλῶς]] περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «[[καλῶς]] περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[ταχύς]], [[γοργός]], [[νῆες]] Εὐρ. Ι. Α. 293· [[ζῷον]] Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.
|lstext='''εὔστροφος''': Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, [[καλῶς]] περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «[[καλῶς]] περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[ταχύς]], [[γοργός]], [[νῆες]] Εὐρ. Ι. Α. 293· [[ζῷον]] Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> bien tourné, bien tressé;<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστροφος Medium diacritics: εὔστροφος Low diacritics: εύστροφος Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eústrophos Transliteration B: eustrophos Transliteration C: eystrofos Beta Code: eu)/strofos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρ-, ον,

   A well-twisted, ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ with well-twisted wool (i.e. a sling), Il.13.599,716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.).    II easily turned, manageable, νῆες E.IA293 (Sup., lyr.); turning easily on a pivot, Hero Aut.26.2: metaph., ζῷον, of man, Pl. Criti.109c; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος Philostr.VS2.10.5. Adv. -φως, τέθριππον ἕλκων APl.4.385, cf. Alex.Trall.1.16.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, σφενδόνη Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, ναῦς Eur. I. A. 293; ζῷον Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch ψυχή, Plut., λόγος πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., τέθριππον ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστροφος: Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, καλῶς περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «καλῶς περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, εὐκίνητος, ἐλαφρός, ταχύς, γοργός, νῆες Εὐρ. Ι. Α. 293· ζῷον Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστροφος;
ος, ον :
1 bien tourné, bien tressé;
2 qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;
Sp. εὐστροφώτατος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.