λαπαρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰπᾰρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[λαγαρός]], [[χαλαρός]], τὸ λ. τῆς πλευρῆς = [[λαπάρα]], Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, [[γίνομαι]] [[εὐκοίλιος]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· [[ἵππος]] λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 ([[ἔνθα]] ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) [[μαλακός]], [[προσκεφάλαιον]] 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. [[λαπάσσω]]).
|lstext='''λᾰπᾰρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[λαγαρός]], [[χαλαρός]], τὸ λ. τῆς πλευρῆς = [[λαπάρα]], Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, [[γίνομαι]] [[εὐκοίλιος]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· [[ἵππος]] λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 ([[ἔνθα]] ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) [[μαλακός]], [[προσκεφάλαιον]] 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. [[λαπάσσω]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />flasque.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπαρός Medium diacritics: λαπαρός Low diacritics: λαπαρός Capitals: ΛΑΠΑΡΟΣ
Transliteration A: laparós Transliteration B: laparos Transliteration C: laparos Beta Code: laparo/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).    II lewd, lecherous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
flasque.
Étymologie: DELG étym. ignorée.