Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιαμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαμπέχω''': μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― [[ὡσαύτως]] περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα [[ἔξωθεν]] περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. [[περικαλύπτω]], τὰ δὲ [[νεῦρα]] οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ [[μετὰ]] τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος ὃ ξυνέχει αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98D· [[οὕτως]] [[ὕστερον]] ἐν τῷ τύπῳ περιαμπίσχω τί τινι Φίλων 1. 369, Φιλόστρ. 604.
|lstext='''περιαμπέχω''': μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― [[ὡσαύτως]] περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα [[ἔξωθεν]] περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. [[περικαλύπτω]], τὰ δὲ [[νεῦρα]] οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ [[μετὰ]] τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος ὃ ξυνέχει αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98D· [[οὕτως]] [[ὕστερον]] ἐν τῷ τύπῳ περιαμπίσχω τί τινι Φίλων 1. 369, Φιλόστρ. 604.
}}
{{bailly
|btext=revêtir tout autour, envelopper : [[τι]] [[μετά]] τινος, <i>fig.</i> [[τί]] τινι une chose d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαμπέχω Medium diacritics: περιαμπέχω Low diacritics: περιαμπέχω Capitals: ΠΕΡΙΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: periampéchō Transliteration B: periampechō Transliteration C: periampecho Beta Code: periampe/xw

English (LSJ)

(also περιαμπίσχω Ph.1.369, Philostr.Im.2.26 (cf. 11)), -ήμπεσχον Ar.Eq.893 :—

   A put round about, π. τινά τι put a thing round or over one, Ar.l.c.:—Med., put around oneself, put on, metaph., ὀνόματα καὶ ῥήματα Pl.Smp.221e.    II cover all over, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.Phd.98d; later περιαμπίσχω τί τινι Ph.l.c.: metaph., τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.VS2.22.

German (Pape)

[Seite 568] if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέθην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

περιαμπέχω: μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― ὡσαύτως περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. περικαλύπτω, τὰ δὲ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος ὃ ξυνέχει αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98D· οὕτως ὕστερον ἐν τῷ τύπῳ περιαμπίσχω τί τινι Φίλων 1. 369, Φιλόστρ. 604.

French (Bailly abrégé)

revêtir tout autour, envelopper : τι μετά τινος, fig. τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: περί, ἀμπέχω.