κωπώ: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωπώ''': -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη [[ῥάβδος]] κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25. | |lstext='''κωπώ''': -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη [[ῥάβδος]] κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κωπώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />στολισμένη [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, -<i>ούς</i>, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμ</i>-<i>ώ</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[κήπος]] δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />κωπῶ, -έω και -άω (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[εξοπλίζω]] [[σκάφος]] με [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με λαβές<br /><b>3.</b> [[βάζω]] το [[χέρι]] στο [[ξίφος]], [[σύρω]] το [[ξίφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.
Greek (Liddell-Scott)
κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.
Greek Monolingual
(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση της λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].———————— (II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) κώπη
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.