μελανόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_22) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ. | |lstext='''μελᾰνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελανόθριξ]] και [[μελάνθριξ]], -τριχος)<br />αυτός που έχει μαύρες [[τρίχες]], [[μαυρομάλλης]] («νέοι... [[ἰθύτριχες]], μελανότριχες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-[[θριξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ,
A black-haired, Hp.Epid.1.19, Arist.GA786a25.[accentuation edited HD]
German (Pape)
[Seite 119] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.
Greek Monolingual
ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, -τριχος)
αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].