καταλογεύς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλογεύς''': έως, ὁ, ([[καταλέγω]] ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ [[ἄλλην]] δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.
|lstext='''καταλογεύς''': έως, ὁ, ([[καταλέγω]] ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ [[ἄλλην]] δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />commissaire rédacteur des rôles militaires, <i>à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καταλέγω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογεύς Medium diacritics: καταλογεύς Low diacritics: καταλογεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΕΥΣ
Transliteration A: katalogeús Transliteration B: katalogeus Transliteration C: katalogeys Beta Code: katalogeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (καταλέγω (B) 1.3)

   A officer who enrols citizens, Lys.20.13, Arist.Ath.49.2.

German (Pape)

[Seite 1361] ὁ, der eine Liste anlegt, bes. eine Liste der Bürger zum Kriegsdienst oder zu anderen Staatslasten, Lys. 20, 13; vgl. Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογεύς: έως, ὁ, (καταλέγω ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ ἄλλην δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commissaire rédacteur des rôles militaires, à Athènes.
Étymologie: καταλέγω.