ὀργίλος: Difference between revisions
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργίλος''': [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, [[εὐερέθιστος]], εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6. | |lstext='''ὀργίλος''': [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, [[εὐερέθιστος]], εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />porté à la colère, irascible;<br /><i>Cp.</i> ὀργιλώτερος, <i>Sp.</i> ὀργιλώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, (ὀργή II)
A inclined to anger, irascible, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. -ώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. -αίτερος). Adv. -λως, ἔχειν to be angry, D.21.215 ; τινι with one, Id.45.67 ; ἐπί τινι Paus.8.25.6 ; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as Adv., ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. -ώτερον J.BJ3.2.3.
German (Pape)
[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.