φωλάς: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωλάς''': -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, [[αὐτόθι]] 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι [[ζῷον]] ἐκ τοῦ εἴδους τῶν [[μαλακίων]], ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. [[πλήρης]] ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = [[φωλεία]], Σουΐδ.
|lstext='''φωλάς''': -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, [[αὐτόθι]] 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι [[ζῷον]] ἐκ τοῦ εἴδους τῶν [[μαλακίων]], ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. [[πλήρης]] ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = [[φωλεία]], Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />situé dans une cavité.<br />'''Étymologie:''' [[φωλεός]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλάς Medium diacritics: φωλάς Low diacritics: φωλάς Capitals: ΦΩΛΑΣ
Transliteration A: phōlás Transliteration B: phōlas Transliteration C: folas Beta Code: fwla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A lurking in a hole, ἀραχναίη, σίλφη, AP9.233 (Eryc.), 251 (Even.), etc.: of the bear, lying torpid in its cave, Theoc.1.115, Hymn.Is.46; metaph., of a shy maiden (opp. πόρνη), φωλάδα παρθενικήν AP11.34 (Phld.); ἀγκύρας φωλάδας, of anchors buried in the sand, ib.10.2 (Antip.Sid.).    2 as Subst., a mollusc that makes holes in stones, Lithodomus, Ath. 3.88a: Hsch. has φωλαΐδες, from a confusion of φωλάδες and φωλίδες.    II full of holes or lurking places, πέτρη Nonn.D.1.163; ὕλη 6.270, 22.116; ἔκθορε φωλάδος κοίτης, of a lion, Babr.82.3.    III φωλάς· εἶδος νόσου (i.e. = φωλεία 1), Suid.

German (Pape)

[Seite 1321] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; σίλφη Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ φωλάς Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); ἄρκτος Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch κοίτη, Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a.

Greek (Liddell-Scott)

φωλάς: -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, αὐτόθι 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι ζῷον ἐκ τοῦ εἴδους τῶν μαλακίων, ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. πλήρης ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = φωλεία, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
situé dans une cavité.
Étymologie: φωλεός.