ψιθύρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_10) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 60. | |lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με [[τετράγωνο]] [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[ψιθυρίζω]], με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα [[λύρα]], [[κινύρα]], [[κιθάρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:14, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60;
A ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach. in PTeb.692 iii 1 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιθύρα: ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν ὄργανον, μάγαδις, Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα.