φιλεταίριον: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_21) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλεταίριον''': τό, ἢ [[φιλεταίριος]], ὁ, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[ἀπαρίνη]], Διοσκ. 4. 8· «[[φιλεταίριος]], ἣν καὶ ἀπαρίνην ὀνομάζουσι» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. 568· [[ὡσαύτως]] [[φιλέταιρις]], ιδος, ἡ, Νικ. Θηρ. 632. | |lstext='''φῐλεταίριον''': τό, ἢ [[φιλεταίριος]], ὁ, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[ἀπαρίνη]], Διοσκ. 4. 8· «[[φιλεταίριος]], ἣν καὶ ἀπαρίνην ὀνομάζουσι» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. 568· [[ὡσαύτως]] [[φιλέταιρις]], ιδος, ἡ, Νικ. Θηρ. 632. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλεταίριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, or φῐλεταίρ-ιος, ὁ,
A = πολεμώνιον, Dsc.4.8 (also φῐλεταιρίς, ίδος, ἡ, Plin.HN25.99; but = ῥάμνος, a spinous buckthorn, Nic.Th.632, where φιλέταιριν codd.). II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28. 2 = κληματίς, Ps.-Dsc.4.7.
German (Pape)
[Seite 1276] τό, eine Pflanze, = ἀπαρίνη, Diosc. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεταίριον: τό, ἢ φιλεταίριος, ὁ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀπαρίνη, Διοσκ. 4. 8· «φιλεταίριος, ἣν καὶ ἀπαρίνην ὀνομάζουσι» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. 568· ὡσαύτως φιλέταιρις, ιδος, ἡ, Νικ. Θηρ. 632.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φιλεταίριος.