ποιφύγδην: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_6) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιφύγδην''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] φυσήματος ἢ συριγμοῦ, κοινῶς, «φυσῶντας», «σφυρίζοντας», Νικ. Θηρ. 371. | |lstext='''ποιφύγδην''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] φυσήματος ἢ συριγμοῦ, κοινῶς, «φυσῶντας», «σφυρίζοντας», Νικ. Θηρ. 371. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με ισχυρό [[φύσημα]] ή με ισχυρό συριγμό, [[σφυριχτά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποιφύσσω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A blowing, puffing, hissing, Nic.Th.371.
German (Pape)
[Seite 653] adv., schnaubend, zischend, Nic. Ther. 371.
Greek (Liddell-Scott)
ποιφύγδην: Ἐπίρρ., μετὰ φυσήματος ἢ συριγμοῦ, κοινῶς, «φυσῶντας», «σφυρίζοντας», Νικ. Θηρ. 371.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην].