μαντικός: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαντικός''': -ή, -όν, (ἴδε [[μαντεῖος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάντην ἢ εἰς τὴν τέχνην [[αὐτοῦ]], [[προφητικός]], [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, μ. μυχοί, θρόνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 180, 616· [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 266· μ. φῆμαι, προφητικοὶ λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 723· τὸ μ. γένος = μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1055· οὕτω, τὸ [[σπέρμα]] μ. Εὐρ. Ι. Α. 520· μ. [[ἐπίπνοια]], προφητικὴ [[ἔμπνευσις]], Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· μ. λόγοι [[αὐτόθι]] 275Β. 2) ἡ μαντικὴ [[τέχνη]] = [[μαντεία]], ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ μαντεύεσθαι, [[προφητεία]], Σοφ. Ο. Τ. 709, κτλ.· συνηθέστερον [[ἁπλῶς]] ἡ μαντικὴ Ἡρόδ. 2. 49., 4. 68· ἡ... μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· παρὰ ποιηταῖς [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Αἰσχύλ. Πρ. 481, Σοφ. Ο. Τ. 311· οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., μαντικὴν [[Ἀπόλλων]] ἀνεῦρεν Συμπ. 197Α· μ. [[ἔνθεος]] Φαῖδρ. 244Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ὅμοιος]] προφήτῃ, [[προφητικός]], μαντικὸς γὰρ εἶ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Ε, πρβλ. Φαίδωνα 85Β· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026, Πλάτ., κτλ.
|lstext='''μαντικός''': -ή, -όν, (ἴδε [[μαντεῖος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάντην ἢ εἰς τὴν τέχνην [[αὐτοῦ]], [[προφητικός]], [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, μ. μυχοί, θρόνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 180, 616· [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 266· μ. φῆμαι, προφητικοὶ λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 723· τὸ μ. γένος = μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1055· οὕτω, τὸ [[σπέρμα]] μ. Εὐρ. Ι. Α. 520· μ. [[ἐπίπνοια]], προφητικὴ [[ἔμπνευσις]], Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· μ. λόγοι [[αὐτόθι]] 275Β. 2) ἡ μαντικὴ [[τέχνη]] = [[μαντεία]], ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ μαντεύεσθαι, [[προφητεία]], Σοφ. Ο. Τ. 709, κτλ.· συνηθέστερον [[ἁπλῶς]] ἡ μαντικὴ Ἡρόδ. 2. 49., 4. 68· ἡ... μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· παρὰ ποιηταῖς [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Αἰσχύλ. Πρ. 481, Σοφ. Ο. Τ. 311· οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., μαντικὴν [[Ἀπόλλων]] ἀνεῦρεν Συμπ. 197Α· μ. [[ἔνθεος]] Φαῖδρ. 244Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ὅμοιος]] προφήτῃ, [[προφητικός]], μαντικὸς γὰρ εἶ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Ε, πρβλ. Φαίδωνα 85Β· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026, Πλάτ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de devin ; ἡ μαντική ([[τέχνη]]) l’art de prédire l’avenir;<br /><b>2</b> apte à la divination.<br />'''Étymologie:''' [[μάντις]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντικός Medium diacritics: μαντικός Low diacritics: μαντικός Capitals: ΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mantikós Transliteration B: mantikos Transliteration C: mantikos Beta Code: mantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A prophetic, oracular, κλέος A.Ag.1098; μ. μυχοί, θρόνοι, Id.Eu.180,616; τέχνη Id.Fr.350.6; μ. φῆμαι oracular sayings, S.OT723; τὸ μ. γένος, = μάντεις, Id.Ant.1055; τὸ μ. σπέρμα E.IA520; μ. ἐπίπνοια prophetic inspiration, Pl.Phdr.265b; λόγοι μ. ib.275b; μ. ζῷα Porph.Abst.2.48.    2 τέχνη μ. faculty of divination, prophecy, S.OT709, Arist.Pol.1274a28, etc.; more freq. ἡ μαντική alone, Hdt.2.49, 4.68; ἡ . . μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, of Socrates, Pl.Ap.40a: in Poets without Art., A.Pr.484, S.OT311; also in Pl., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνηῦρεν Smp.197a; μ. ἔνθεος Phdr.244b, cf. Th.5.103.    II of persons, like a prophet, oracular, μ. γὰρ εἶ Pl.Alc.1.115a, cf. Phd. 85b; Comp., Luc.Hes.7. Adv. -κῶς Ar.Pax1026, Pl.Smp.198a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μαντικός: -ή, -όν, (ἴδε μαντεῖος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάντην ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, προφητικός, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, μ. μυχοί, θρόνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 180, 616· τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 266· μ. φῆμαι, προφητικοὶ λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 723· τὸ μ. γένος = μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1055· οὕτω, τὸ σπέρμα μ. Εὐρ. Ι. Α. 520· μ. ἐπίπνοια, προφητικὴ ἔμπνευσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· μ. λόγοι αὐτόθι 275Β. 2) ἡ μαντικὴ τέχνη = μαντεία, ἡ δύναμιςἱκανότης τοῦ μαντεύεσθαι, προφητεία, Σοφ. Ο. Τ. 709, κτλ.· συνηθέστερον ἁπλῶς ἡ μαντικὴ Ἡρόδ. 2. 49., 4. 68· ἡ... μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Αἰσχύλ. Πρ. 481, Σοφ. Ο. Τ. 311· οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνεῦρεν Συμπ. 197Α· μ. ἔνθεος Φαῖδρ. 244Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅμοιος προφήτῃ, προφητικός, μαντικὸς γὰρ εἶ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Ε, πρβλ. Φαίδωνα 85Β· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026, Πλάτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de devin ; ἡ μαντική (τέχνη) l’art de prédire l’avenir;
2 apte à la divination.
Étymologie: μάντις.