περιαγής: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιᾱγής''': -ές, ([[περιάγνυμι]]) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = [[περιηγής]] (ὃ ἴδε), [[περιφερής]], [[στρογγύλος]], [[τρύπανον]] περιαγὲς [[αὐτόθι]] 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· [[κυρτός]], ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι [[αὐτόθι]] 404C ([[οὕτως]] ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7. | |lstext='''περιᾱγής''': -ές, ([[περιάγνυμι]]) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = [[περιηγής]] (ὃ ἴδε), [[περιφερής]], [[στρογγύλος]], [[τρύπανον]] περιαγὲς [[αὐτόθι]] 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· [[κυρτός]], ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι [[αὐτόθι]] 404C ([[οὕτως]] ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> recourbé, convexe.<br />'''Étymologie:''' [[περιάγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.). II = περιηγής (q. v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b ; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38 ; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24. 2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.
German (Pape)
[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.