ὅσγε: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅσγε''': ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) [[ὅστις]] τῷ ὄντι ἢ [[τοὐλάχιστον]], ὅγε [[μάλιστα]] ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς [[τοὐλάχιστον]], Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. | |lstext='''ὅσγε''': ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) [[ὅστις]] τῷ ὄντι ἢ [[τοὐλάχιστον]], ὅγε [[μάλιστα]] ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς [[τοὐλάχιστον]], Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἥγε]], [[ὅγε]];<br /><i>c.</i> [[ὅς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε)
A who or which, with emphasis, τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Hdt.2.83, cf. 111, etc. ; τῇ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές Id.7.139. II mostly, like Lat. qui quidem or quippe qui, οἵ γε . . ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες since it was they who . ., ib.8.β' (cf. ὅς B. 1.1); ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον . . κρίνοντες... ὅς γ' ἐξέλυσας since it was thou who . ., S.OT35, cf. 342,853, OC427, etc.—Never in Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὅσγε: ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) ὅστις τῷ ὄντι ἢ τοὐλάχιστον, ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς τοὐλάχιστον, Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.