ψευδατράφαξυς: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδατράφαξῠς''': -υος, ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἀτράφαξυς]], κωμικὸν [[ὄνομα]] φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
|lstext='''ψευδατράφαξῠς''': -υος, ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἀτράφαξυς]], κωμικὸν [[ὄνομα]] φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />fausse arroche, <i>càd</i> imposture.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀτράφαξυς]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδατράφαξυς Medium diacritics: ψευδατράφαξυς Low diacritics: ψευδατράφαξυς Capitals: ΨΕΥΔΑΤΡΑΦΑΞΥΣ
Transliteration A: pseudatráphaxys Transliteration B: pseudatraphaxys Transliteration C: psevdatrafaksys Beta Code: yeudatra/facus

English (LSJ)

[ᾰφ], υος, ἡ,

   A false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.