ἀτιμώρητος: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτῑμώρητος''': -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, [[ὅκως]] [[ἀτιμώρητος]] γίγνηται, [[ὅπως]] διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, [[ἄνευ]] τιμωρίας, [[αὐτόθι]] 762D. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν [[ἀτιμώρητος]] γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ. | |lstext='''ἀτῑμώρητος''': -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, [[ὅκως]] [[ἀτιμώρητος]] γίγνηται, [[ὅπως]] διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, [[ἄνευ]] τιμωρίας, [[αὐτόθι]] 762D. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν [[ἀτιμώρητος]] γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> ([[τιμωρέω]]);<br /><b>1</b> non vengé;<br /><b>2</b> non secouru, non défendu;<br /><b>II.</b> (τιμωρέομαι) impuni.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τιμωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unavenged, i.e., I unpunished, ἀ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt.2.100, Th.6.6, etc.; ἀ. ἁμαρτημάτων unpunished for... Pl.Lg. 959c. Adv. ἀτῑμώρ-τως with impunity, ib.762d. II for whom no revenge has been taken, Antipho 3.3.7; ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin. 1.145. III undefended, unprotected, Th.3.57.
German (Pape)
[Seite 387] ungerächt, 1) an dem man keine Rache genommen hat, ungestraft, γίγνεσθαι, der Strafe entgehen, Her. 2, 100; Thuc. 6, 6; κακῶν ἁμαρτημάτων, für, Plat. Legg. XII, 959 e; ἀφιέναι τινὰ ἀτ. Dinarch. 1, 29. – 2) dem man keine Genugthuung verschafft hat, ohne Hülfe, Thuc. 3, 57; θάνατον ἀτιμώρητον ἐᾶσαι Aesoh. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμώρητος: -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, ὅκως ἀτιμώρητος γίγνηται, ὅπως διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, ἄνευ τιμωρίας, αὐτόθι 762D. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν ἀτιμώρητος γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (τιμωρέω);
1 non vengé;
2 non secouru, non défendu;
II. (τιμωρέομαι) impuni.
Étymologie: ἀ, τιμωρέω.