ἀνώμοτος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνώμοτος''': -ον, ([[ὄμνυμι]]), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν [[ἀνώμοτος]] Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν [[ἀνώμοτος]] ([[ἐνώμοτος]], Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. [[εἰρήνη]], ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ. | |lstext='''ἀνώμοτος''': -ον, ([[ὄμνυμι]]), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν [[ἀνώμοτος]] Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν [[ἀνώμοτος]] ([[ἐνώμοτος]], Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. [[εἰρήνη]], ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a pas juré;<br /><b>2</b> non consacré par un serment.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄμνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ὄμνυμι)
A unsworn, not bound by oath, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.Hipp.612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737. Adv. -τως Aristid.Or.28(49).94. II not sworn to, εἰρήνη D.19.204.
German (Pape)
[Seite 268] (ὄμνυμι), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν ἀνώμοτος Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – εἰρήνη Dem. 19, 204, nicht beschworen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν ἀνώμοτος (ἐνώμοτος, Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. εἰρήνη, ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas juré;
2 non consacré par un serment.
Étymologie: ἀ, ὄμνυμι.