συκοφάντημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοφάντημα''': τό, συκοφάντου [[τέχνασμα]], [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5. | |lstext='''σῡκοφάντημα''': τό, συκοφάντου [[τέχνασμα]], [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφαντέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.). II quibble, Arist.SE174b9.
German (Pape)
[Seite 973] τό, ein Sykophantenstreich, eine falsche Anklage; Aesch. 2, 39; Plut. Pericl. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντημα: τό, συκοφάντου τέχνασμα, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν τέχνασμα, σόφισμα, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
calomnie.
Étymologie: συκοφαντέω.