ἐμετικός: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν [[φάρμακον]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· [[περί]] τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1. | |lstext='''ἐμετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν [[φάρμακον]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· [[περί]] τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui a l’habitude de se faire vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A provoking sickness, ib.36. Adv. -κῶς, σπαραττόμενος Gal.13.155. II inclined to vomit, Hp.Acut.67; of certain animals, Arist.HA632b11. 2 one who uses emetics, like the Roman gourmands, Plu. Pomp.51. b ἐμετικὴν (sc. δίαιταν) agebat, he was taking a course of emetics, Cic.Att.13.52.1.
German (Pape)
[Seite 807] 1) Brechen erregend, z. B. φάρμακον Arist. probl. 3, 19. – 2) Einer, der oft sich erbricht, der wie die röm. Schwelger oft ein Brechmittel nimmt, um wieder schmausen zu können, Schwelger, Plut. Pomp. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμετικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν φάρμακον Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· περί τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a l’habitude de se faire vomir.
Étymologie: ἔμετος.