σατίνη: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰτίνη''': [ῑ], ἡ, πολεμικὸς [[δίφρος]], ἅρμα, [[ἅμαξα]] πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[σάτιλλα]], = πλειάς, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀστερισμὸς [[οὗτος]] ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.
|lstext='''σᾰτίνη''': [ῑ], ἡ, πολεμικὸς [[δίφρος]], ἅρμα, [[ἅμαξα]] πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[σάτιλλα]], = πλειάς, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀστερισμὸς [[οὗτος]] ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> char de combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chariot, char.<br />'''Étymologie:''' DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτίνη Medium diacritics: σατίνη Low diacritics: σατίνη Capitals: ΣΑΤΙΝΗ
Transliteration A: satínē Transliteration B: satinē Transliteration C: satini Beta Code: sati/nh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven.13; ἐπιβαίνει σατινέων Anacr.21.12; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Sapph.Supp.20a13; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας E.Hel.1311 (lyr.): only found in pl. (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα,= Πλειάς, the constellation being regarded as a car.

German (Pape)

[Seite 864] ἡ, der Kampfwagen, Streitwagen; Hom. h. Ven. 13; ζεύξασα σατίναν, Eur. Hel. 1327; übh. Wagen, Kutsche, Anacr. bei Ath. XII, 534 a, vgl. Mehlhorn Anacr. p. 227; wird auf σάσαι zurückgeführt, das bei den Paphiern = καθ ίσαι war.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτίνη: [ῑ], ἡ, πολεμικὸς δίφρος, ἅρμα, ἅμαξα πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σάτιλλα, = πλειάς, ἐπειδὴ ὁ ἀστερισμὸς οὗτος ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 char de combat;
2 p. ext. chariot, char.
Étymologie: DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.