ὀργάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργάζω''': [[μαλάσσω]], ποιῶ μαλακόν, Λατιν. subigere, πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν Σοφ. Ἀποσπ. 432 πηλὸν ὄργασον, «μάλαξον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 839, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Προσπαλτίοις» 5· ὀράμνους ὀργ. λίπεῑ Νικ. Ἀλεξιφ. 155· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ [[πυρός]], τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀργ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φύλλα ξηρὰ ... ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Ἱππ. 673. 44, πρβλ. 17 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Liitré ἀντὶ ἐργ-), πρβλ. Νικ. Θηρ. 652, Ἀλκίφρ. 3. 7. - Παθ., [[ὅταν]] ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ Πλάτ. Θεαίτ. 194C (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Τιμ. Λεξ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ εἰργ-), Πρβλ. [[ὀργάω]] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 41.
|lstext='''ὀργάζω''': [[μαλάσσω]], ποιῶ μαλακόν, Λατιν. subigere, πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν Σοφ. Ἀποσπ. 432 πηλὸν ὄργασον, «μάλαξον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 839, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Προσπαλτίοις» 5· ὀράμνους ὀργ. λίπεῑ Νικ. Ἀλεξιφ. 155· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ [[πυρός]], τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀργ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φύλλα ξηρὰ ... ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Ἱππ. 673. 44, πρβλ. 17 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Liitré ἀντὶ ἐργ-), πρβλ. Νικ. Θηρ. 652, Ἀλκίφρ. 3. 7. - Παθ., [[ὅταν]] ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ Πλάτ. Θεαίτ. 194C (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Τιμ. Λεξ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ εἰργ-), Πρβλ. [[ὀργάω]] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., ao.</i> [[ὤργασα]] <i>et pf. Pass.</i> [[ὤργασμαι]];<br /><b>1</b> amollir, masser, pétrir;<br /><b>2</b> corroyer, tanner.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργάς]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργάζω Medium diacritics: ὀργάζω Low diacritics: οργάζω Capitals: ΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: orgázō Transliteration B: orgazō Transliteration C: orgazo Beta Code: o)rga/zw

English (LSJ)

   A soften, knead, temper, A.Fr.451 F ; πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν S.Fr.482, cf. 510,787 ; πηλὸν . . ὄργασον Ar.Av.839, cf. Eup.248 ; κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε σειραῖα δεσμά S.Fr.25 ; ὀ. λίπεϊ . . θρόνα Nic.Al.155 ; of the action of fire, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. Arist.Pr.869b27:—Med., φύλλα ξηρὰ . . ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Hp.Mul.2.206, cf. Archil. ap. Phot.p.64 R., Nic.Th.652 ; dub. cj. in Alciphr.3.7 :—Pass., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ has been well kneaded, Pl.Tht.194c (restored from Tim.Lex. and Suid. for εἰργ-). Cf. ὀργάω.

German (Pape)

[Seite 368] weich machen, kneten; πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον, Ar. Av. 839; sp. D., ἐνιθρύψειας ὀράμνους ὀργάζων λίπεϊ ῥοδέῳ, Nic. Al. 154, vgl. Ther. 632; Her. 4, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀργάσας, ὀργήσας, ὀργίσας; μετρίως ὠργασμένος erkl. Tim. lex. Plat. μεμαλαγμένος, δεδευμένος, welche Glosse sich auf Theaet. 194 c bezieht, wo εἰργασμένος steht; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 179, der ausführlich über das Wort handelt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργάζω: μαλάσσω, ποιῶ μαλακόν, Λατιν. subigere, πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν Σοφ. Ἀποσπ. 432 πηλὸν ὄργασον, «μάλαξον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 839, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Προσπαλτίοις» 5· ὀράμνους ὀργ. λίπεῑ Νικ. Ἀλεξιφ. 155· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ πυρός, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀργ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φύλλα ξηρὰ ... ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Ἱππ. 673. 44, πρβλ. 17 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Liitré ἀντὶ ἐργ-), πρβλ. Νικ. Θηρ. 652, Ἀλκίφρ. 3. 7. - Παθ., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ Πλάτ. Θεαίτ. 194C (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Τιμ. Λεξ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ εἰργ-), Πρβλ. ὀργάω - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 41.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., ao. ὤργασα et pf. Pass. ὤργασμαι;
1 amollir, masser, pétrir;
2 corroyer, tanner.
Étymologie: ὀργάς.