ὑπολίζων: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />un peu moindre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀλίγος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολίζων Medium diacritics: ὑπολίζων Low diacritics: υπολίζων Capitals: ΥΠΟΛΙΖΩΝ
Transliteration A: hypolízōn Transliteration B: hypolizōn Transliteration C: ypolizon Beta Code: u(poli/zwn

English (LSJ)

   A v. ὀλίγος VI. 1.

German (Pape)

[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu moindre.
Étymologie: ὑπό, ὀλίγος.