ἐξορύσσω: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, [[σκάπτω]] καὶ [[ἐκβάλλω]], τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. [[ἐκσκάπτω]], [[ἐκθάπτω]], τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· [[ἐκβάλλω]] ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «[[ὥσπερ]] ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116. | |lstext='''ἐξορύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, [[σκάπτω]] καὶ [[ἐκβάλλω]], τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. [[ἐκσκάπτω]], [[ἐκθάπτω]], τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· [[ἐκβάλλω]] ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «[[ὥσπερ]] ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> ôter la terre d’une tranchée;<br /><b>2</b> déterrer, arracher : [[ἐξ]]. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἐξορύττω,
A dig out the earth from a trench, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Hdt.7.23; τόποι ἐξορυσσόμενοι Arist.Mir.833b4:— Med., ἐξορύξασθαι χάρακας make oneself a vallum, D.H.9.55. II dig out of the ground, dig up, τοὺς νεκρούς Hdt.1.64, cf. BGU1024iv4 (iv/v A.D.); ἄγλιθας Ar.Ach.763; [μορίαν] Lys.7.26:—Pass., τοῦ χοὸς τοῦ -ομένου PHal.1.109 (iii B.C.); φυτά X.Oec.19.4. 2 gouge out, ἐ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.8.116, cf. LXXJd.16.21, Plu. Art.14. 3 metaph., τὸν ἐξορύσσοντα λόγον τὰ κεκρυμμένα τῶν πραγμάτων Ph.1.72.
German (Pape)
[Seite 888] att. -ττω, ausgraben, ausreißen; ἄγλιθας Ar. Ach. 763; ἐλαίαν Lys. 7, 26; φυτά Xen. oec. 19, 4 u. A; ὁ ἐξορυσσόμενος χοῦς, der herausgegrabene, aufgeworfene Schutt, Her. 7, 23; – τοὺς ὀφθαλμούς, die Augen ausstechen, Her. 8, 116; Plut. – Med., χάρακας, sich einen Wall ausgraben, aufwerfen, D. Hal. 9, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. ἐκσκάπτω, ἐκθάπτω, τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· ἐκβάλλω ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116.
French (Bailly abrégé)
1 ôter la terre d’une tranchée;
2 déterrer, arracher : ἐξ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.
Étymologie: ἐξ, ὀρύσσω.