ναύσταθμον: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύσταθμον''': τό, (σταθμὸς) [[λιμήν]], ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· [[ὡσαύτως]] ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. ([[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος [[εἶναι]] ἄδηλον.
|lstext='''ναύσταθμον''': τό, (σταθμὸς) [[λιμήν]], ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· [[ὡσαύτως]] ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. ([[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος [[εἶναι]] ἄδηλον.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />port, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[σταθμός]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύσταθμον Medium diacritics: ναύσταθμον Low diacritics: ναύσταθμον Capitals: ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΝ
Transliteration A: naústathmon Transliteration B: naustathmon Transliteration C: naystathmon Beta Code: nau/staqmon

English (LSJ)

τό, (σταθμός)

   A harbour, anchorage, roadstead, Th.3.6, E.Rh.602 (pl.):—more freq. ναύ-σταθμος, ὁ, Plb.5.19.6, D.S.27.12, Plu. Nic.16, etc.; hence of ships assembled in a roadstead, Id.Arist.22, Lys.5.

German (Pape)

[Seite 232] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ναύσταθμον: τό, (σταθμὸς) λιμήν, ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· ὡσαύτως ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. (ἐντεῦθεν, ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ λέξις συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, ἔνθα ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος εἶναι ἄδηλον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.