μεσαιπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]». | |lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à demi blanc, grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».