καυκαλίας: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυκᾰλίας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.
|lstext='''καυκᾰλίας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυκαλίας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>koka</i>-, <i>kokila</i>- και το λιθουαν. <i>kauk</i><i>ӯ</i><i>s</i>, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kau</i>- «[[ουρλιάζω]]» ή <i>kaw</i><i>ā</i>- «θορυβώδες, φωνακλάδικο [[πουλί]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίας Medium diacritics: καυκαλίας Low diacritics: καυκαλίας Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaukalías Transliteration B: kaukalias Transliteration C: kafkalias Beta Code: kaukali/as

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].